- τριόδων
- τρίοδοςa meeting of three roadsfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρίοδος — Ηλεκτρονική λυχνία με 3 ηλεκτρόδια, η οποία ενισχύει ασθενή σήματα εναλλασσόμενου ρεύματος ή παράγει ηλεκτρεγερτικές δυνάμεις εναλλασσόμενου ρεύματος υψηλής συχνότητας (έως 1.000 MHz). Με τον όρο τ. εννοούμε συνήθως μια λυχνία κενού· αν στο… … Dictionary of Greek
ουδετεροδύνωση — η (ραδιοηλ.) ο περιορισμός τής χωρητικής σύζευγης μεταξύ τών ηλεκτροδίων ανόδου και τού πλέγματος τών τριόδων ενισχυτριών λυχνιών υψηλής συχνότητας προς αποφυγή δημιουργίας ηλεκτρικών ταλαντώσεων, αλλ. εξουδετέρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν … Dictionary of Greek
τριοδήϊος — ἡ, Α (ως προσωνυμία τής Κυβέλης) η θεά τών τριόδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίοδος + κατάλ. ήϊος (πρβλ. πολεμ ήϊος)] … Dictionary of Greek
τριοδίτης — ὁ, θηλ. τριοδῑτις, ίτιδος, ΜΑ 1. άνθρωπος τών τριόδων, άνθρωπος τού δρόμου, οκνηρός και ανυπόληπτος 2. το θηλ. ἡ τριοδῑτις γυναίκα τού δρόμου, άσεμνη αρχ. το θηλ. 1. προσωνυμία τής Εκάτης, που τήν λάτρευαν στις τριόδους 2. πυθαγόρεια ονομασία τού … Dictionary of Greek
διαγωγιμότητα — Μία από τις τρεις σημαντικές παραμέτρους που χρησιμοποιούνται για την περιγραφή της συμπεριφοράς των τριόδων λυχνιών σε κυκλώματα. Συμβολίζεται με gm και ορίζεται ως ο διαφορικός λόγος: όπου ia το ανοδικό ρεύμα, Vg η τάση πλέγματος και Va η… … Dictionary of Greek
Μπαρκχάουζεν, Χάινριχ — (Heinrich Barkhausen, Βρέμη 1881 – Δρέσδη 1923). Γερμανός φυσικός. Ανέπτυξε την επιστημονική σταδιοδρομία του στη Δρέσδη ως καθηγητής της Φυσικής στο Πολυτεχνείο της πόλης. Το 1919 ανακάλυψε το μαγνητικό εκείνο φαινόμενο που σήμερα είναι γνωστό… … Dictionary of Greek